Κυριακή, Ιανουαρίου 10

Το ρολόι του τοίχου...


Οι ώρες περνούσαν και το βλέμμα της έμενε κολλημένο στο ρολόι. Δώρο απ' όταν έπιασε το σπίτι, το είχε βάλει στον τοίχο στα αριστερά του καναπέ, πάνω από το τραπεζάκι του τηλεφώνου. Σ' εκείνο τον καναπέ ήταν πάλι κουλουριασμένη και το κοιτούσε, χάζευε τους δείκτες που έκαναν κύκλους ασταμάτητα. Χαμένη γι' ακόμη μια φορά στους διαδρόμους του νου της. Το χρόνο που περνούσε σ' αυτή τη θέση δεν μπορούσε να τον υπολογίσει πια, κι ας ήταν μόνη της έγνοια το ρολόι του τοίχου. Το παρατηρούσε και χανόταν στις αναμνήσεις της. Και κάπου κάπου μπέρδευε το παρελθόν με το παρόν, και τη θύμηση με την πραγματικότητα. Μετρούσε τις ώρες μέχρι να έρθει. Ανησυχούσε που καθυστερούσε. Θύμωνε που δεν εμφανιζόταν. Περίμενε να μπει μέσα όπως κάθε μέρα, να την κοιτάξει με το ζεστό του βλέμμα και να την σφίξει στην αγκαλιά του. Να κάτσουν μαζί να φάνε, να πούνε τα της ημέρας τους και έπειτα να κουλουριαστούν στον καναπέ μαζί βλέποντας τηλεόραση. Ή αν της έδινε εκείνο το άλλο βλέμμα, το γεμάτο επιθυμίες και υποσχέσεις, να τρέξουν να κουκουλωθούν στο κρεβάτι τους και να δωθούν ο ένας στον άλλον τόσο παθιασμένα, τόσο τρυφερά, ολοκληρωτικά. Ν' αγαπηθούν σαν να είναι η τελευταία τους φορά.
Εκείνες τις στιγμές ξεχνούσε φαίνεται πως αυτό το "κάθε μέρα" ήταν πολύ μακρινό, πως είχε χαθεί πια. Μαζί με εκείνον. Πως η πόρτα δεν θα άνοιγε ξανά για να αντικρύσει το πρόσωπο του, που τόσο το λάτρευε ώστε το είχε μάθει απ' έξω. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε ρυτίδα, κάθε έκφραση του. Δεν θα ένιωθε πάλι το άρωμα του παντού τριγύρω, στον αέρα, στα έπιπλα, στο μαξιλάρι, στο σώμα της.
Με τον καιρό ίσως και η εικόνα του να θόλωνε στο μυαλό της, να ξεθώριαζε σαν παλιά φωτογραφία. Αλλά όχι! Αυτό δεν το δεχόταν, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Το κομμάτι του μέσα της θα έμενε ανέγγιχτο, όσος καιρός κι αν περνούσε. Θα έμενε εκεί, στη ψυχή της, σφραγισμένο με το γλυκό του χαμόγελο. Αυτό το παιδικό του χαμόγελο, που όποτε το σκεφτόταν ήταν σα να τον έχει μπροστά της να της το χαρίζει ακόμη μία φορά. Έκλεισε τα μάτια της για να το θαυμάσει λίγο ακόμα.
Και τα άνοιξε για να κοιτάξει πάλι στο ρολόι. Είχε περάσει η ώρα, κι ούτε που το κατάλαβε. Σηκώθηκε λοιπόν να πάει για ύπνο, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, κάτω απ' το ρολόι. Και στο σημείωμα του, που το είχε αφήσει εκεί... πόσο καιρό αλήθεια;

"Ήταν μία από τις ομορφότερες νύχτες της ζωής μου... Να δω πως θα περάσουν οι ώρες σήμερα. Ανυπομονώ να γυρίσω κοντά σου...
Σ' αγαπάω..."

Έσβησε το φως, πήγε στο κρεβάτι και χάθηκε κάτω από το πάπλωμα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα σταματήσει να κλαίει. Κάθε μέρα έδινε την ίδια υπόσχεση. Και κάθε βράδυ την έσπαγε...

2 σχόλια:

mariposa είπε...

με αφορμη το κειμενο σου, μου ευχομαι να σταματησω κι εγω καποια στιγμη να κλαιω..

Unidentified είπε...

mariposa μου κι εγώ στο εύχομαι...
Ακόμα κι αν δεν μπορείς να το δεις τώρα, θα έρθει αυτή η στιγμή... Για να έρθουν μετά χαρές μεγάλες, καινούρια ίσως δάκρυα.. Στιγμές όμως όλες που αξίζει να τις ζήσεις!
Και επειδή έριξα μια ματιά στο blog σου, από ότι κατάλαβα είσαι στην αρχή ακόμα, είναι πολύ φρέσκα όλα.. Σιγά σιγά θα τα δεις πιο θετικά, όχι ανώδυνα σίγουρα... Θέλει χρόνο όμως... Τουλάχιστον εγώ χρειάστηκα πολύ στη δική μου περίπτωση.. πάρα πολύ...
Υπομονή και χαμόγελο.. αυτό χρειάζεται...
Καλή σου μέρα...