Τρίτη, Αυγούστου 7

Βροχή




Κι εξω βρεχει
Και μοιαζει το παραθυρο με οθονη γεματη "χιονακια". Σαν πορτα χρονοντουλαπου που με καλει ν' ακολουθησω την παρορμηση και να γυρισω 10 χρονια πισω. Οχι πολλα. Μονο 10, μου φτανουν. Και μπαζει δροσια απ' τη χαραμαδα και το δωματιο θυμιζει φωτογραφια με σεπια εφε λουσμενο σ' αυτο το παραξενο υποκιτρινο φως της ξεχασμενης λαμπας που τρεμοσβηνει διπλα μου. Καποτε κοκκινα ηταν ολα εδω μεσα. Και το φως. Παρεξηγισιμα κοκκινο κι εκεινο με προδιδε σε καθε καλεσμενο. Οπως κι εκεινο το σκισμενο στις γωνιες ποστερ με τους δυο αγνους κι αμαρτωλους μου ερωτες που ανταλλαζουν φιλια χωρις να υπολογιζουν κανεναν. Πανω απο το κρεβατι μου. Πανω απο το κρεβατι που περιμενα πως θα 'ταν λιγακι πιο επιπολαιο καποτε και θα μ' εβγαζε κι εκεινο ασπροπροσωπη.
Αυτη ειναι η Ε. Η αιωνια ανεμοδαρμενη σε ψυχες και σωματα, θα ελεγε.
Κι εξω βρεχει.
Το τακ τακ τακ τακ στην ασφαλτο, στις τεντες, στα παραθυρα, σε τσιγκους και παλιοσιδερα μου θυμιζει τα φθινοπωρα εκεινα που μια φημη με ακολουθουσε παντου σαν την πιο γλυκια ευχη και καταρα. Σαν αρωμα γυναικας. Σαν τα βηματα αντρων πισω απ' τα δικα μου, σαν τα βηματα τα δικα μου πισω απο...
Σσσσσ... κι αυτη η σιωπη που σπαει απο γελια καθως φοιτητες τρεχουν στους δρομους για να χωθουν κατω απο υποστεγα και μεσα σε αυλες. Τακ τακ τακ τακ. Καπνος αναδυεται απ' τα χειλη μου και διαλυεται σκορπωντας στα ξεγνοιαστα φρεσκοβρεγμενα σοκακια της νεανικης μου γειτονιας, των εφηβικων μου ονειρων, των ανειπωτων ειπωμενων αμαρτιων του κορμιου και της θελησης μου. Βηματα. Ποια αναμνηση παλι ενοχλει τη μοναξια μου; Ποιος ειναι αυτος εκει εξω που εκανε αντι για μενα οσα ηθελα;
Κι εξω βρεχει.
Μα τιποτε δεν εχει ακομη τελειωσει. Ακομη δεν ειναι αργα...